Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το επιτελείο

  • 1 επιτελείο(ν)

    το штаб;

    γενικό[ν] επιτελείο(ν) — генеральный штаб;

    επιτελείο(ν) πλοίου — офицерский состав корабля

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επιτελείο(ν)

  • 2 επιτελείο(ν)

    το штаб;

    γενικό[ν] επιτελείο(ν) — генеральный штаб;

    επιτελείο(ν) πλοίου — офицерский состав корабля

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επιτελείο(ν)

  • 3 επιτελείο

    cast

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επιτελείο

  • 4 μικτό  επιτελείο

    задниcкиот  штаб

    Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > μικτό  επιτελείο

  • 5 штаб

    -а, πλθ. штабы, -ов α.
    1. επιτελείο•

    штаб генеральный штаб армии γενικό επιτελείο στρατού•

    штаб дивизии επιτελείο μεραρχίας•

    начальник -а επιτελάρχης.

    2. καθοδηγητικό όργανο•

    штаб рабочего класса το επιτελείο της εργατικής τάεης.

    Большой русско-греческий словарь > штаб

  • 6 штаб

    штаб м το επιτελείο
    * * *
    м
    το επιτελείο

    Русско-греческий словарь > штаб

  • 7 штаб

    штаб
    м τό ἐπιτελεῖο[ν]:
    генеральный \штаб τό γενικό [ν] ἐπιτελείο [ν].

    Русско-новогреческий словарь > штаб

  • 8 редакция

    1. (обработка и исправление текста) η σύνταξη, η διόρθωση 2. (руководство изданием) η επιμέλεια (της έκδοσης) 3. (вариант какого-л. произведения или отдельной его части) η έκδοση 4. (коллектив работников, ведущих периодический орган печати) το δημοσιογραφικό επιτελείο, η «σύνταξη», το συντακτικό/εκδοτικό προσωπικό 5. (помещение, где работают редакционные работники) το γραφείο της σύνταξης/των συντακτών.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > редакция

  • 9 генеральный

    генеральный
    прил γενικός:
    \генеральныйая линия партии ἡ γενική γραμμή τοῦ κόμματος· \генеральный секретарь ὁ γενικός γραμματέας· \генеральный консул ὁ γενικός πρόξενος· \генеральный план τό γενικό σχέδιο· \генеральныйая репетиция ἡ γενική δοκιμή· \генеральный штаб τό γενικό ἐπιτελείο.

    Русско-новогреческий словарь > генеральный

  • 10 генштаб

    генштаб
    м (генеральный штаб) τό γενικό ἐπιτελείο.

    Русско-новогреческий словарь > генштаб

  • 11 при

    при
    предлог с предл. п.
    1. (около, возле) δίπλα, κοντά, πλησίον, παρά:
    \при входе δίπλα στήν είσοδο· сад \при До́ме κήπος δίπλα στό σπίτι· битва \при Бородине ἡ μάχη τοῦ Μποροντινό·
    2. (в ведении, в подчинении) παρά, σέ:
    ресторан \при гостинице ἐστιατόριο στό ξενοδοχείο· ясли \при заводе ὁ βρεφικός σταθμός τοῦ ἐργοστασίου· находиться \при штабе εὐρίσκομαι στό ἐπιτελείο·
    3. (с собой) ἐπάνω μου, μαζί μου:
    иметь \при себе ору́жие ἔχω ἐπάνω μου ὅπλο· у меня нет \при себе денег δέν ἔχω μαζί μου χρήματα·
    4. (при обозначении условий, обстановки, сопутствующего обстоятельства) μέ / κατά (во время чего-л.) / σέ περίπτωση πού... (в случае чего-л.):
    \при выходе κατά τήν ἔξοδον \при переходе через у́лицу κατά τήν διάβασαν τοῦ δρόμου, διασχίζοντας τόν δρόμο· \при пожаре σέ περίπτωση πυρ-καιᾶς· \при таки́х обстоятельствах σέ τέ· τοιες συνθήκες, ὑπό τοιαύτας συνθήκας· \при таком здоровье μέ τέτοια ὑγεία[ν]· \при электричестве μέ ἡλεκτρικό φως· \при дневном свете στό φῶς τής ἡμέρας· \при помощи μέ τήν βοήθεια· \при условии ὑπό τόν ὅρον
    5. (в присутствии) μπροστά σέ, ἐνώπιον, ἐπί παρουσία:
    \при детях μπροστά στά παιδιά· \при свидетелях μπροστά σέ μάρτυρες, ἐνώπιον μαρτύρων
    6. (при наличии, несмотря на) παρά, παρ· ὅλο πού:
    \при всех его́ способностях παρ· ὅλες τίς Ικανότητες πού ἔχει· \при всем его́ уме μ'ὅλη τήν ἐξυπνάδα του· \при всем желании παρ' ὅλην τήν ἐπιθυμία μου· \при всем том παρ· ὅλο πού·
    7. (в эпоху, во времена) ἐπί, στήν ἐποχή, στά χρόνια:
    \при Иване Грозном ἐπί (или στήν ἐποχή) τοῦ Ίβάν τοῦ Τρομεροὔ· \при его́ жизни ὅταν ζοῦσε· ◊ быть при́ смерти εἶμαι ἐτοιμοθάνατος, πνέω τά λοίσθια· жнть \при родителях ζῶ μέ τους γονείς μου· я не \при деньгах δεν ἔχω τώρα χρήματα, εἶμαι ἀπένταρος· прилагая́ \при сем... συνημμένως...

    Русско-новогреческий словарь > при

  • 12 генштаб

    [γκινστάπ] ουα. α. γενικό επιτελείο

    Русско-греческий новый словарь > генштаб

  • 13 штаб

    [στάπ] συσ. α. (στρατ.) επιτελείο

    Русско-греческий новый словарь > штаб

  • 14 генштаб

    [γκινστάπ] ουα. α γενικό επιτελείο

    Русско-эллинский словарь > генштаб

  • 15 штаб

    [στάπ] ουσ α (στρατ) επιτελείο

    Русско-эллинский словарь > штаб

  • 16 генеральный

    επ.
    γενικός•

    генеральный секретарь γενικός γραμματέας•

    -ая линия партии γενική γραμμή του κόμματος•

    -ая уборка γενική καθαριότητα•

    генеральный план γενικό πλάνο•

    генеральный консул γενικός πρόξενος•

    -ая стачка γενική απεργία•

    генеральный штаб γενικό επιτελείο•

    -ая репетиция γενική πρόβα.

    Большой русско-греческий словарь > генеральный

  • 17 генштаб

    α.
    γενικό επιτελείο.

    Большой русско-греческий словарь > генштаб

  • 18 дивизионный

    επ.
    του ουλαμού• της μοίρας• -- командир διοικητής ουλαμού, ουλαμηγός. || μεραρχιακός, της μεραρχίας•

    дивизионный штаб το επιτελείο της μεραρχίας.

    Большой русско-греческий словарь > дивизионный

  • 19 стянуть

    стяну, стянешь, παθ. μτχ. стянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σφίγγω-стянуть пояс σφίγγω τη ζώνη•

    стянуть ремень σφίγγω το λω-ρί.

    || τεντώνω.
    2. συσφίγγω με•

    стянуть ремнм συσφίγγω με λωρί•

    стянуть болтами συσφίγγω με μπουλόνια.

    3. συνδέω, ενώνω τεντώνοντας•

    стянуть концы оборванного провода τεντώνοντας συνδέω τις άκρες του κομμένου καλωδίου.

    || μαζεύω, συμπτύσσω, κάνω σούρα•

    стянуть шов при строчке μαζεύω τη ραφή κατά το γάζωμα.

    || απρόσ. σουφρώνω•

    стянуть губы σουφρώνω τα χείλη.

    || απρόσ. τεντώνω (από σπασμό)•

    -ло ногу τέντωσε το πόδι.

    4. συγκεντρώνω, μαζεύω, συναθροίζω•

    штаб -ул сюда главные силы το επιτελείο τράβηξε εδώ τις κύριες δυνάμεις.

    5. παίρνω, αφαιρώ τραβώντας•

    стянуть одеяло τραβώ το πάπλωμα-- скатерть со стола παίρνω τραβώντας το τραπεζομάντηλο από το τραπέζι.

    || βγάζω τραβώντας•

    стянуть перчатку βγάζω το γάντι•

    стянуть сапоги βγάζω τις μπότες.

    6. (απλ.) παίρνω ζητώ χρηματικό ποσό•

    сколько с него за лошадь -ли? πόσο του ζήτησαν για το άλογο;

    7. κλέβω.
    1. σφίγγομαι• τεντώνω, -ομαι, δένομαι, γερά. || ενώνομαι, συνδέομαι.
    2. μαζεύομαι, συμπτύσσομαι.
    3. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > стянуть

  • 20 штаб-квартира

    θ.
    το επιτελείο (η έδρα).

    Большой русско-греческий словарь > штаб-квартира

См. также в других словарях:

  • επιτελείο — το 1. ομάδα αξιωματικών που βοηθά τον αρχηγό ανώτερης στρατιωτικής μονάδας, ναυτικής ή αεροπορικής δυνάμεως στη διοίκησή της 2. οι κύριοι συνεργάτες οργανισμού ή επιχείρησης («το επιτελείο τού εκδοτικού οίκου») 3. ναυτ. φρ. «επιτελείο πλοίου» το… …   Dictionary of Greek

  • επιτελείο — το 1. ομάδα αξιωματικών που βοηθούν το διοικητή μονάδας στρατού (ναυτικού, αεροπορίας κτλ.) στο έργο του. 2. (ναυτ.), «επιτελείο πλοίου», το σύνολο των αξιωματικών πολεμικού πλοίου. 3. μτφ., οι κύριοι συνεργάτες επιχείρησης ή οργανισμού ή έργου:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Hellenic Navy — This article is about the naval forces of modern Greece. For information on naval warfare in ancient Greece, see Hellenistic era warships. Hellenic Navy Πολεμικό Ναυτικό Polemikó Naf̱tikó Hellenic Navy Seal …   Wikipedia

  • Валканас, Григорис — Григорис Валканас греч. Γρηγόρης Βαλκανάς Дата рождения 1916 год(1916 …   Википедия

  • στρατηγείο — το / στρατηγεῑον, ΝΜΑ, και στρατήγιον ΜΑ [στρατηγός] νεοελλ. 1. η έδρα τού στρατηγού μαζί με το επιτελείο του και το προσωπικό διοικήσεως όπλων και διευθύνσεως υπηρεσιών που υπάρχει σε κάθε μεγάλη μονάδα 2. μτφ. έδρα ή πυρήνας δράσης ενός… …   Dictionary of Greek

  • Γεώργιος — I (275 – 305 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, γνωστός ως Τροπαιοφόρος και Θαυματουργός. Πληροφορίες για τη ζωή του περιέχουν τα Συναξάρια. Γεννήθηκε από εύπορους χριστιανούς γονείς και διέθετε πολλά φυσικά και πνευματικά χαρίσματα.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Χάρινγκτον, σερ Κάρολος — (Harington, 1872 – 1940). Άγγλος στρατηγός. Το 1892 κατατάχθηκε στον στρατό και στον πόλεμο εναντίον των Μπόερς υπηρετούσε στο επιτελείο. Στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο προσλήφθηκε στο επιτελείο της 3ης αγγλικής στρατιάς. Όταν πήρε προαγωγή επ’… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»